- υδρολίπανση
- ηη παροχή στο έδαφος της αναγκαίας ποσότητας νερού για τη βλάστηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδρολίπανση — η, Ν (παλ. όρος) παροχή τής αναγκαίας για βλάστηση ποσότητας υγρασίας στο έδαφος, πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λίπανση] … Dictionary of Greek